- κοινοοίκιο
- τοζωολ. σύνολο τών χιτινωδών οστράκων που εκκρίνουν τα άτομα τών αποικιών τών πτεροβραγχίων σχηματίζοντας έναν σκελετό κοινό με δομή πολύ ποικίλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coenecie < coen- (πρβλ. κοινός) + -ecie (πρβλ. οικία)].
Dictionary of Greek. 2013.